εφεκτικότητα

εφεκτικότητα
ihtiyat, çekingenlik

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εφεκτικότητα — η επιφυλακτικότητα, διστακτικότητα, αμφιταλάντευση, το αναποφάσιστο. [ΕΤΥΜΟΛ. < εφεκτικός. Η λ. στον λόγιο τ. εφεκτικότης μαρτυρείται από το 1852 στον Πέτρο Καλλιβούρση] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”